- Ζωπύρῳ
- Ζώπυροςglowingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωπυρώ — ζωπυρώ, έω (AM, Μ και όω) [ζώπυρος] 1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο 2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω μσν. μέσ. ζωπυροῡμαι, όομαι φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ αρχ. 1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω 2. επαυξάνω 3. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
ζωπυρῶ — ζωπυρέω kindle into flame pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωπυρέω kindle into flame pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύρῳ — ζώπυρον spark neut dat sg ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύρωι — ζωπύρῳ , ζώπυρον spark neut dat sg ζωπύρῳ , ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωπύρωι — Ζωπύρῳ , Ζώπυρος glowing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους … Dictionary of Greek
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
επιτυλίσσω — ἐπιτυλίσσω και αττ. τ. ἐπιτυλίττω (Α) 1. περιελίσσω, τυλίγω, περιστρέφω κάτι γύρω από άλλο 2. (για βιβλίο, πάπυρο) ξετυλίγω («ὥστε καὶ Ζωπύρῳ τῷ ῥήτορι ἀναγινώσκοντι ἐπιτυλίττειν», Διογ. Λαέρ.) … Dictionary of Greek
ζωπύρημα — ζωπύρημα, τὸ (Α) [ζωπυρώ] ζώπυρο, σπινθήρας … Dictionary of Greek
ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη … Dictionary of Greek